γαλ(ε)ιά

γαλ(ε)ιά
η см. γαλιός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαλ(ε)ιά" в других словарях:

  • γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gamma Alpha Lambda — ΓΑΛ Gamma Alpha Lambda is a national Christian sorority founded at Missouri State University in 2003. Its brother Christian fraternity at Missouri State University is Delta Tau.Gamma Alpha Lambda HistoryGamma Alpha Lambda (ΓΑΛ) became an official …   Wikipedia

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • καθαιρετικός — ή, ὁ (Α καθαιρετικός, ή, όν) [καθαιρέτης] καταστρεπτικός, αφανιστικός αρχ. 1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.) 2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.) 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • κνησμώδης — ες (AM κνησμώδης, ῶδες) [κνησμός] 1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός 2. αυτός που πάσχει από κνησμό αρχ. αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.). επίρρ... κνησμωδώς (Α) με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… …   Dictionary of Greek

  • παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… …   Dictionary of Greek

  • παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιος — ον, Α αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν» Γαλ. β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος)] …   Dictionary of Greek

  • πληθωρικός — ή, ό / πληθωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθώρα] αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή… …   Dictionary of Greek

  • πνευματόμφαλος — (I) ὁ, Α (στον Γαλ.) ανεύρυσμα τού ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος+ ὀμφαλός]. (II) ον, Α [πνευματόμφαλος] (στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»